- πρόσχαρα
- επίρρ. радостно, весело, жизнерадостно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόσχαρα — Ν επίρρ. βλ. πρόσχαρος … Dictionary of Greek
πρόσχαρα — επίρρ. τροπ., με χαρά, με φιλοφροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσχαρος — η, ο, Ν [προσχαίρω] γεμάτος χαρά, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... πρόσχαρα Ν με ευχάριστο τρόπο … Dictionary of Greek
χαριεντίζομαι — ΝΜΑ [χαρίεις, εντος] 1. συμπεριφέρομαι πρόσχαρα, με χάρη 2. αστειεύομαι με χάρη, λέω χαριτωμένα αστεία νεοελλ. ερωτοτροπώ, φλερτάρω … Dictionary of Greek